Βόσπορος

Βόσπορος
Βόσπορος
Grammatical information: m.
Meaning: name of several stratits, esp. = thestrait ofByzantium; also used for the Hellespont (Hdt.).
Derivatives: Βοσπόρειος, -ιος, -ίτης (S.), Βοσπορεῖον a tempel (Decr. ap. D.), Βοσπορηνός, -ᾱνός `inhabitant of the kingdom of B.' (Str.); s. Chantr. Form. 206; Schwyzer 490.
Etymology: 1Ox-ford', from *Βοόσ-πορος through hyphairesis; s. Kretschmer, Glotta 27 (1939) 29 (who compares Βούπορθμος near Hermione).

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βόσπορος — Ox ford masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσπορος — Ox ford masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek

  • Κιμμέριος Βόσπορος — Αρχαία ονομασία του πορθμού που συνέδεε τη Μαιώτιδα θάλασσα (όπως ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες η Αζοφική) με τον Εύξεινο Πόντο. Σήμερα καλείται πορθμός του Κερτς (βλ. λ. Κερτς, πορθμός). Εκεί υπήρχαν οι ελληνικές αποικίες Φαναγόρεια,… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάσαφ, Θεραπειανός — (Βόσπορος 1783 – Λιβαδειά 1845).Αγωνιστής του 1821. Σπούδασε στη Σμύρνη, στη Δημητσάνα και στο Αιτωλικό. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Περιόδευσε στην Αττική, στη Βοιωτία και στα νησιά, για να διαδώσει τις αρχές της Εταιρείας και για να… …   Dictionary of Greek

  • Βοσπόρου — Βόσπορος Ox ford masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσπόρου — βόσπορος Ox ford masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοσπόρους — Βόσπορος Ox ford masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσπόρους — βόσπορος Ox ford masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοσπόρων — Βόσπορος Ox ford masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσπόρων — βόσπορος Ox ford masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”